- υπερανορεος
- ὑπερανόρεοςὑπερᾱνόρεος2Theocr. = ὑπερήνωρ См. υπερηνωρ
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπερηνόρεος — και δωρ. τ. ὑπερανόρεος, ον, Α (δ.τ.) ὑπερηνορέων*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ὑπερηνορέων κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. σε ος] … Dictionary of Greek